- ἀνειλημμένος
- ἀναλαμβάνωtake upperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανειλημμένος — η, ο (Α ἀνειλημμένος, η, ον) (μτχ. παθ. πρκμ. του αναλαμβάνω*) εκείνος τον οποίο έχει αναλάβει κάποιος «ανειλημμένες υποχρεώσεις» … Dictionary of Greek
ανειλημμένος — η, ο (μτχ. παθ. πρκ. του αναλαμβάνω), εκείνος τον οποίο έχει κανείς αναλάβει: Είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις απέναντι στην εταιρεία που εργαζόταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλαμβάνομαι — αναλαμβάνομαι, αναλήφθηκα, ανειλημμένος βλ. πίν. 166 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναλαμβάνω — και αναλαβαίνω ανάλαβα, και ανέλαβα, αναλήφθηκα, ανειλημμένος 1. μτβ., παίρνω πάνω μου, στα χέρια μου: Την υπόθεση ανάλαβε ο δικηγόρος. 2. αμτβ., ανακτώ τις δυνάμεις μου, δυναμώνω: Ανάλαβε πια εντελώς από την αρρώστια. 3. ο παθ. αόρ., αναλήφθηκα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)